πανέορτος

πανέορτος
-ον, Α
αυτός που εορτάζεται παντού ή με μεγάλες τιμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἑορτή (πρβλ. μεθ-έορτος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πανέορτον — πανέορτος kept as a high festival masc/fem acc sg πανέορτος kept as a high festival neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανεόρτου — πανέορτος kept as a high festival masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • πανεορτεύω — Α [πανέορτος] πιθ. εορτάζω ιερότατη επέτειο, πανηγυρίζω πανίερη εορτή …   Dictionary of Greek

  • ԱՄԵՆԱՏՕՆ — (ի.) NBH 1 0067 Chronological Sequence: 6c գ.ա. πανεόρτος omnis festivitatis, festus maximus Ամենայնիւ արժանի տօնելոյ, եւ Մեծն ʼի տօնս. *Զեօթներորդն (օր) ամենասուրբ իմն, եւ ամենատօն գոլ կարծեցեալք, առանձինն իմն պատուոյ արժանի առնեն. Փիլ. տեսական …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”